AEK FCΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Το μυστικό της Νέας Φιλαδέλφειας – Η άλλη ματιά στις γειτονιές της πόλης

Στη Νέα Φιλαδέλφεια για να βρεις σήμερα το παρελθόν της χρειάζεται να «σκάψεις», η Ιστορία της δεν σου δίνεται «στο πιάτο».

Το κεντρικό προάστιο της Αθήνας μετρά ακριβώς 100 χρόνια ζωής. Ηταν το 1924 όταν η περιοχή δίπλα στους Αγίους Αναργύρους και στη Νέα Ιωνία, γνωστή τότε ως Ποδονίφτης, όπως λεγόταν και το ρέμα της, άρχισε να ανοικοδομείται και από μία ουσιαστικά αγροτική περιοχή με ελάχιστους κατοίκους, κυρίως Μενιδιάτες, να μεταμορφώνεται σε μια αστική γειτονιά που ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τους πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1927, οπότε και στη Νέα Φιλαδέλφεια πήγαν οι πρόσφυγες των Αμπελοκήπων, ο συνοικισμός των οποίων καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στην περιοχή.

Σήμερα, η τρίτη και τέταρτη γενιά των ανθρώπων που άρχισαν πριν από έναν αιώνα μια νέα ζωή στη Νέα Φιλαδέλφεια (και τη Νέα Χαλκηδόνα, ενσωματωμένες πλέον σε έναν δήμο) είναι ακόμη εκεί – αρκεί να ψάξεις να τους βρεις. Τα παλιά μαγαζιά και οι παλιοί κάτοικοι κρατούν ακόμη στο σήμερα τις γεύσεις, τις μυρωδιές και την παράδοση που έφεραν από την Πόλη, αλλά δεν είναι μόνοι τους στη γειτονιά. Αν βγει κανείς από τον προσφυγικό συνοικισμό, θα δει ένα απόλυτα σύγχρονο προάστιο της Αθήνας: με τους πεζόδρομους, το Αλσος της, τα νέα μαγαζάκια που ξετρυπώνουν εδώ και εκεί.

Οσο για την ΑΕΚ, καιροφυλακτεί παντού: το νέο γήπεδο «Αγιά Σοφιά – OPAP Arena» είναι όσο πιο ενσωματωμένο θα μπορούσε να ήταν μέσα στην πόλη, τα κιτρινόμαυρα γκράφιτι και τα συνθήματα για τον «Δικέφαλο» ξετρυπώνουν σε κάθε μικρό και μεγάλο δρόμο. Και όλοι οι άνθρωποι της Νέας Φιλαδέλφειας την έχουν, λιγότερο ή περισσότερο, στις μνήμες και τις ιστορίες τους.

Η Ρένα Χωρέμη-Θωμοπούλου χρωστάει στον Μικρασιάτη παππού της την αγάπη της για την ιστορία της Νέας Φιλαδέλφειας

Σε κάθε τόπο υπάρχουν εκείνοι που είναι η ζωντανή ιστορία του, όχι μόνο λόγω καταγωγής και τριβής με την περιοχή, αλλά γιατί λατρεύουν να μαθαίνουν και να μελετούν κάθε λεπτομέρειά του. Για τη Νέα Φιλαδέλφεια αυτή είναι η Ρένα Χωρέμη-Θωμοπούλου, γέννημα-θρέμμα Φιλαδελφιώτισσα, πάντα ενεργή στα κοινά και πάντα αεικίνητη όσον αφορά τη γνώση, αφού δεν σταματά να σπουδάζει, καταπιανόμενη κάθε φορά με κάτι νέο.

Η οικογένειά της κατέληξε στη Νέα Φιλαδέλφεια λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάπως κιόλας από τύχη. Ο παππούς της από τη μεριά της μητέρας της κ. Χωρέμη-Θωμοπούλου ήταν από την Προύσα και η γιαγιά της από τον Τσεσμέ. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή ο παππούς πέρασε απέναντι στη Λέσβο και η γιαγιά στη Χίο. Οταν ο δρόμος του πρώτου τον έβγαλε στη Χίο, γνώρισε τη γιαγιά και παντρεύτηκαν. Παραμονές του πολέμου αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματά τους και 80.000 δραχμές που είχε η γιαγιά ως αποζημίωση από τον αγρότη πατέρα της και να ξεκινήσουν για την Αθήνα. Ερχόμενοι, πέτυχαν έναν Εβραίο «τους ρώτησε αν πηγαίνουν στην Αθήνα, του είπαν “ναι, ή θα νοικιάσουμε ή θα αγοράσουμε σπίτι”. Τους απάντησε πως έχει ένα εξοχικό και τους το πουλάει», αφηγείται η κάτοικος της περιοχής. Ηταν το σπίτι στο οποίο εγκαταστάθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Ο παππούς της έπαιρνε κάποτε τη μικρή Ρένα από το χέρι και την πήγαινε βόλτα στην κεντρική πλατεία Πατριάρχου (επίσημα, Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά κανείς ντόπιος δεν τη λέει έτσι) και της μάθαινε τον κόσμο μέσα από τον «μικρόκοσμο» του καφενείου «Κριστάλ», εκείνου του μανάβικου που είχε έναν μεγάλο πίνακα της Μαγδαληνής ή του χασάπικου του μετέπειτα δημάρχου της περιοχής Νίκου Τρυπιά. Η κ. Χωρέμη-Θωμοπούλου αντίστοιχα σήμερα μπορεί σε μία βόλτα να σου μάθει όλη την ιστορία της Νέας Φιλαδέλφειας.

Αποζητά ακόμη ένα σιντριβάνι σε σχήμα νούφαρου που δέσποζε στο κέντρο της πλατείας Πατριάρχου – τα καγκελάκια γύρω του λειτουργούσαν τα βράδια σαν σημείο συνάντησης μιας άλλης εποχής. Το βρίσκει όμως λίγο πιο εκεί, στο πάρκο της οδού Ιωνίας, όπου έχει μεταφερθεί μετά την ανάπλαση της πλατείας. Παρακάτω είναι το ρέμα του Ποδονίφτη, που οδηγεί στον «πνεύμονα» πρασίνου της περιοχής, το Αλσος Νέας Φιλαδέλφειας. Γνώρισε πολλές αλλαγές και αναδασώσεις από το 1914 που μπήκαν σε αυτό τα πρώτα δέντρα –είχε μέχρι και ζωολογικό κήπο (!)– και σήμερα έχει μια πλούσια ορνιθοπανίδα.

Πλησιάζοντας προς το γήπεδο «Αγιά Σοφιά», η ανήσυχη κάτοικος μας ξεδιπλώνει και τη βιομηχανική ιστορία της περιοχής και τα εργοστάσια που άνοιξαν στη Νέα Φιλαδέλφεια την περίοδο του Μεσοπολέμου. Οι κλωστοϋφαντουργίες αυτές ήταν και ο λόγος που έκαναν τη Νέα Φιλαδέλφεια να αποκτήσει το προσωνύμιο «Μικρό Μάντσεστερ». Σήμερα επιβιώνουν τα φουγάρα και τα κτίρια-φαντάσματα της Βαμβακουργίας Τεγόπουλου και του εργοστασίου Μπριτάννια, που έφτιαχνε κασμίρια – σε αυτά απασχολούνταν κυρίως πρόσφυγες, κατά βάση γυναίκες.

Η Ρένα Χωρέμη-Θωμοπούλου παραδέχεται πως σήμερα η Νέα Φιλαδέλφεια, παρά την τόση ιστορία που κρύβει εδώ και εκεί, δεν έχει κρατήσει τόσο έντονο το προσφυγικό στοιχείο, όπως λόγου χάρη το παρατηρεί στη γειτονική Νέα Ιωνία. Υπάρχουν όμως κάποιοι λίγοι σαν αυτήν που το αγαπούν και το κρατούν ζεστό – συναντιούνται, μιλούν για αυτά, δεν τα ξεχνούν.

Της λείπει η αίσθηση των παιδικών της χρόνων και η επαφή που υπήρχε με τους άλλους στη γειτονιά – οι Καππαδόκες γείτονες που έστηναν γιορτές και χόρευαν χτυπώντας κουτάλια, και όλοι ανεξαιρέτως ήταν καλεσμένοι. Η ίδια δεν θέλησε ποτέ να μείνει σε πολυκατοικία, προτίμησε ένα διώροφο σπιτάκι στη γειτονιά που της θυμίζει τη Νέα Φιλαδέλφεια του χθες.

Οσο για τον αγαπημένο της παππού, είναι μάλλον και ο λόγος που δεν θέλησε να σταματήσει ποτέ να μαθαίνει: «Με επηρέασε πολύ. Παρόλο που δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση, του άρεσε η αρχαιολογία, με πήγαινε συχνά σε μουσεία. Ηταν και μερακλής στους μεζέδες και φιλάνθρωπος. Θυμάμαι ακόμα να ακούμε μαζί τις ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού και αραβική μουσική από ένα ραδιοφωνάκι Blaupunkt».

O Μιχάλης «Μίστερ Λουκιδέλης» μαγειρεύει στην ταβέρνα-στέκι του Στέλιου Καζαντζίδη και της ΑΕΚ

Εχει χιλιοταλαιπωρηθεί ο όρος καλτ, και κανείς δεν μπορεί να πει με απόλυτη ακρίβεια τι σημαίνει, πάντως μπαίνοντας στο υπόγειο κουτούκι του «Μίστερ Λουκιδέλη» ξέρεις πως η λέξη «αναβλύζει» από τους τοίχους της. Πέτρινο και χαμηλό, τη μια γωνιά του καταλαμβάνει το κελάρι – από εκεί βγαίνουν τα κρασιά και φτάνουν στα τραπέζια. Σε όλες τις άλλες γωνιές δεσπόζουν εικόνες και πρόσωπα γνωστά που μαρτυρούν πως αυτοί οι τοίχοι κρύβουν ακόμα περισσότερες ιστορίες από όσες αφήνουν να φανούν.

Ο Μιχάλης Λουκιδέλης έχει ζήσει από πρώτο χέρι την ταβέρνα – είναι στην κουζίνα του από το 1987, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται στο μαγαζί από πολύ νωρίτερα, μια και το άνοιξε πριν από σχεδόν έναν αιώνα ο παππούς του, Στυλιανός Λουκιδέλης. Η οικογένεια Λουκιδέλη προέρχεται από την Πόλη και με τη Μικρασιατική Καταστροφή ο παππούς Στυλιανός και ο αδελφός του Ανέστης μπήκαν κυριολεκτικά στο πρώτο καράβι που βρήκαν. Του πρώτου πήγε στη Μυτιλήνη, μα ο δεύτερος έφτασε μέχρι… τον Καναδά.

Ο Στυλιανός Λουκιδέλης, μετά από λίγα χρόνια στη Λέσβο, έφτασε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια, που ακόμη αποτελούσε προσφυγικό συνοικισμό. Με μια οικογένεια τεσσάρων, έπειτα από κλήρωση πήρε το μαγαζί και το σπίτι από πάνω του. «Τότε ήταν μπακαλοταβέρνα, σέρβιραν μόνο κρασί και κονσέρβες, άντε και καμιά ρέγγα», λέει ο Μιχάλης Λουκιδέλης, που μαζί με τα αδέλφια του αποτελούν την τρίτη γενιά της ονομαστής ταβέρνας, ενώ στην ενεργό δράση έχει μπει και αισίως η τέταρτη, με τα ανίψια του.

Τη στιγμή που ο παππούς Στυλιανός έβρισκε τα πατήματά του στη Νέα Φιλαδέλφεια, ο Ανέστης Λουκιδέλης «μεγαλοπιανόταν» στον Καναδά. Εστειλε ένα γερό κομπόδεμα στον αδελφό του και αυτός «έριξε» τα χρήματα για να φτιάξει το μαγαζί – το «Μίστερ» της επωνυμίας είναι προς τιμήν του Καναδού, με την ταβέρνα να ανοίγει όπως όλοι την έμαθαν το 1932.

«Και ποιος δεν έχει περάσει από εδώ», λέει ο Μιχάλης Λουκιδέλης, και δεν θα μπορούσε να το εννοεί περισσότερο. Η παραδοσιακή ταβέρνα είναι κατ’ αρχάς «δεύτερο σπίτι» της ΑΕΚ, οι μεγαλύτεροι αστέρες της έχουν περάσει από εδώ για να φάνε, να πιουν, να γλεντήσουν. Οπως κάνουν και οι απλοί φίλαθλοι του «Δικέφαλου»: «Σε κάθε αγώνα, κλείνουν όλο το μαγαζί από την επαρχία», λέει ο Μιχάλης Λουκιδέλης, που και ο ίδιος έχει διαρκείας για την ομάδα.

Τον Μίμη Παπαϊωάννου οι Λουκιδέληδες φαίνεται πως τον αγαπούν λίγο παραπάνω και του έχουν αφιερώσει ένα κάδρο, για να βλέπουν όλοι μια χαρακτηριστική κεφαλιά του – αν και ο ψήστης της οικογένειας δεν κρύβει πως ο αγαπημένος του ήταν ο Θωμάς Μαύρος. Δίπλα στον Παπαϊωάννου στέκει νοητά και ο Κώστας Νεστορίδης μέσα από τη φανέλα του, ενώ και η μπασκετική ΑΕΚ είναι εδώ με ένα μικρό «εικονοστάσι» προς τιμήν του Γιώργου Αμερικάνου.

Στο βάθος της υπόγειας ταβέρνας –που με τα χρόνια έχει επεκταθεί και στον πάνω και έξω χώρο– υπάρχει και η «στοά Καζαντζίδη», όπως λένε οι άνθρωποι του μαγαζιού το τραπέζι στο οποίο καθόταν πάντα ο Στέλιος Καζαντζίδης. «Ερχόταν πάντα μεσημέρι και καθόταν εκεί, γιατί δεν ήθελε να τον ενοχλεί κανείς. Του άρεσε πολύ ο μπακαλιάρος μας που έπαιρνε, με σκορδαλιά», θυμάται ο Μιχάλης Λουκιδέλης. Αξίζει και εσείς, αν βρεθείτε στα τραπέζια του, να δοκιμάσετε την μπαρουτοκαπνισμένη σκορδαλιά τους, την οποία κάνουν με ψωμί και καρύδι, αλλά και τα σαλιγκάρια τους, που η μυρωδιά της σάλτσας τους μαρτυρά εύκολα την καταγωγή των ιδιοκτητών του «Μίστερ Λουκιδέλη».

Τη σκάλα του Λουκιδέλη έχουν κατέβει και άλλες μεγάλες λαϊκές φωνές, όπως ο Στράτος Διονυσίου αλλά και ο Γιώργος Μαργαρίτης, που έχει και «την καρέκλα του» στο μαγαζί – κάποτε οι θαμώνες του «Λουκιδέλη» διάλεγαν μουσική με jukebox, τώρα μπορούν να το κάνουν νοητά με τις ξύλινες ράχες των καθισμάτων, καθεμία από τις οποίες κρύβει ένα άλλο όνομα του ελληνικού τραγουδιού. Από όσους περάσαν από τον «Μίστερ Λουκιδέλη», ο Μιχάλης Μενιδιάτης είχε και ένα «χρέος» στην οικογένεια και επέστρεφε ξανά και ξανά: «Ο πατέρας του ήταν λαχανέμπορας. Ερχόταν με το κάρο του από το Μενίδι και τον άφηνε ο παππούς μου να πουλάει μπροστά από το μαγαζί».

Από τους «αουτσάιντερ» θαμώνες του «Μίστερ Λουκιδέλη», οι Πυξ Λαξ, που πήγαιναν σταθερά στο μαγαζί, ως «γείτονες» από τους Αγίους Αναργύρους. Μάλιστα, εκεί είχε γίνει η τριπλή απονομή του χρυσού άλμπουμ «Στίλβη», του τριπλά πλατινένιου «Για τους Πρίγκηπες της Δυτικής Οχθης» και του διπλά πλατινένιου single «Μοναξιά μου Ολα», όπως μαθαίνουμε από το σχετικό απόκομμα του Τύπου στον τοίχο.

Ο «Μίστερ Λουκιδέλης» είχε και τα 15’ δημοσιότητάς του στο σινεμά, που καμαρώνει περήφανα και στην κάρτα του μαγαζιού: εκεί γυρίστηκε η «Κυρία Δήμαρχος» (1960), η ταινία του Ροβήρου Μανθούλη με τη Γεωργία Βασιλειάδου σε ρόλο ιδιοκτήτριας ταβέρνας και επίδοξης δημάρχου. Αλλά και η ταινία «1968» (2018) του Τάσου Μπουλμέτη για τις μπασκετικές δόξες της ΑΕΚ.

Πίσω από όλα αυτά, υπάρχουν ο κόπος και οι ατέλειωτες ώρες των ανθρώπων του μαγαζιού, που συνεχίζουν επίμονα τον «Μίστερ Λουκιδέλη» ό,τι και αν γίνει, όσο και αν οι εποχές αλλάζουν. «Αν δεν αγαπάς αυτή τη δουλειά, δεν μπορείς να την κάνεις», λέει ο Μιχάλης Λουκιδέλης και επιστρέφει με ταχύ βήμα στα μπιφτέκια που έχει αφήσει να ψήνονται.

Ο Σπύρος Γραμμένος βρήκε στη Νέα Φιλαδέλφεια την Κέρκυρα που άφησε πίσω του

Σε αντίθεση με άλλες προσφυγικές γειτονιές όπου η πατίνα του χρόνου έχει ταλαιπωρήσει τα μικρά σπιτάκια των προσφύγων, στη Νέα Φιλαδέλφεια ο προσφυγικός συνοικισμός έχει διασωθεί, με έναν διακριτικό αέρα ανανέωσης. Σε αυτό συντρέχουν διάφοροι λόγοι: μαζί με τη Νέα Σμύρνη, είναι οι μόνοι προσφυγικοί συνοικισμοί που τη δεκαετία του 1920 ανεγέρθηκαν με πολεοδομικό σχεδιασμό σε πρότυπα κηπουπόλεων του εξωτερικού – στην περίπτωση της Νέας Φιλαδέλφειας ο οικισμός προσομοιάζει στις γερμανικές κηπουπόλεις. Επιπλέον, ο ισχυρός σεισμός του 1999 έπληξε ιδιαίτερα την περιοχή, καταστρέφοντας περισσότερα από 400 προσφυγικά σπίτια και οδηγώντας στη συνέχεια τους αρμόδιους φορείς να κηρύξουν τον οικισμό «παραδοσιακό», θεσπίζοντας αρχιτεκτονικούς περιορισμούς.

Ετσι, τα σπίτια του προσφυγικού οικισμού –που είναι κυρίως διπλοκατοικίες και τετρακατοικίες, με κεραμοσκεπές και μικρούς κήπους– δεσπόζουν εκεί, με μια διακριτική φρεσκάδα. Σε ένα από αυτά τα σπίτια μεγάλωσε και ο Σπύρος Γραμμένος, ακόμα και αν είναι «εσωτερικός μετανάστης».

Ο κάτοικος της Νέας Φιλαδέλφειας βρίσκεται στην περιοχή 55 χρόνια. Μέχρι τα 5-6 του μεγάλωσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κέρκυρα, στο χωριό Σιναράδες. «Και έπειτα η οικογένειά μου αποφάσισε να έρθουμε στην Αθήνα να βρούμε την τύχη μας. Ηταν ένας θείος του πατέρα μου στη Νέα Φιλαδέλφεια, οπότε ήρθαμε εδώ», αφηγείται σε ένα τραπεζάκι απέναντι από το σπίτι που μεγάλωσε και οι δικοί του αγόρασαν λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην περιοχή – για την ιστορία, εκείνη την εποχή υπήρχαν πλέον και οι εργατικές πολυκατοικίες στην περιοχή, που χτίστηκαν μεταξύ 1955-57 από τον αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη.

Οποιος περνάει χαιρετάει τον Σπύρο Γραμμένο και του πιάνει ψιλή κουβέντα. Εκεί που κάποτε πέρασε τα παιδικά του χρόνια βρίσκεται από το 1989 το «Bon Bon», το μαγαζί του που δεν είναι απλώς ένα κατάστημα με κοσμήματα και αξεσουάρ, αλλά μια «πύλη» στον χρόνο. Ο Σπύρος Γραμμένος αγαπά ιδιαίτερα τα παλιά αντικείμενα (είναι συλλέκτης) που βρίσκονται σε κάθε σημείο του μαγαζιού έχοντας πάρει νέα μορφή: ένα παντζούρι γίνεται φωτιστικό, ένα πορτοπαράθυρο ρολόι. Πρώτη του έγνοια, όταν το ξεκινούσε, ήταν να είναι με κάποιο τρόπο «στέκι». Οι γενιές μέσα σε αυτό εναλλάσσονται: τα παιδιά που έρχονταν κάποτε με τους γονείς τους για να τρυπήσουν τα αυτιά τους, πλέον, φέρνουν τα δικά τους παιδιά.

Ανοίγοντας την «πύλη» του δικού του χρόνου, ο Σπύρος Γραμμένος γυρνάει νοητά στην εποχή που η Νέα Φιλαδέλφεια είχε ακόμη χωμάτινους δρόμους «και ένα βυτιοφόρο του δήμου περνούσε και κατάβρεχε με νερό για να μη σηκώνεται πολύ σκόνη». Η γειτονιά του δεν μύριζε μόνο χώμα, μα και μπαχαρικά, που αναδύονταν από τις κουζίνες των μαμάδων της Πόλης, τις μαμάδες των φίλων του. Το μικρασιατικό στοιχείο υπήρχε και στις λέξεις και τις εκφράσεις που «στόλιζαν» τον λόγο των ανθρώπων.

Με τους παιδικούς του φίλους «αλήτευε», όπως λέει χαριτολογώντας, στη γειτονιά. Τότε τα οπωροφόρα δέντρα ήταν πολλά στην περιοχή, «είχαμε μάθει ποια εποχή έβγαινε τι. Και κάναμε “ντου” στα δέντρα, έβγαιναν μετά οι ιδιοκτήτες και μας μάλωναν», θυμάται. Τα παιδιά έπαιζαν και ποδόσφαιρο στους δρόμους, που ακόμη δεν είχαν πολλά αμάξια να τους διακόπτουν. Ολοι τους φυσικά ΑΕΚτζήδες, μα και σε χρόνια φτωχικά. Ετσι, ο Σπύρος Γραμμένος με τους φίλους του ανέβαιναν στη μάντρα του γηπέδου για να δουν λαθραία, «μέχρι που χτίστηκε η διπλή κερκίδα και μας έκοψε τη θέα», όπως λέει. Τα συνθήματα στη μνήμη του ωστόσο μένουν ανεξίτηλα: «Σαν τον Νεστορίδη κανένας δεν θα βγει, να λέει πως η μπάλα εκεί θα καρφωθεί».

Οσο μεγάλωνε, ο Σπύρος Γραμμένος αποκτούσε και νέα στέκια: το Φανάρι, τη Βυζαντινή Γωνιά (πριν γίνει επίσημο καφέ-εστιατόριο της ΑΕΚ), αλλά και τα πολλά μεζεδοπωλεία που ακόμη διατηρεί η περιοχή. Ο κάτοικος εντοπίζει ακόμη κάποια σημεία της γειτονιάς του που μένουν ίδια και απαράλλαχτα. Βλέπει όμως θετικά και την άνθηση που έχει γνωρίσει η Νέα Φιλαδέλφεια τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την ανέγερση της «Αγιά Σοφιάς».

Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Νέα Φιλαδέλφεια, ο Σπύρος Γραμμένος ένιωσε άνετα γιατί οι κήποι με τις μπουκαμβίλιες, τα γιασεμιά και τις τριανταφυλλιές τού θύμισαν το χωριό του. Στην ουσία, δεν ένιωσε και ποτέ αλλιώς: «Η Νέα Φιλαδέλφεια μου έδωσε όσα δεν μου έδωσε η πατρίδα μου, η Κέρκυρα, επειδή έφυγα μικρός. Την αρχοντιά, αυτά που χρειάζεται κάποιος για να μεγαλώσει, για να ζει όμορφα». Μαντέψτε ποιος είναι ο μοναδικός τόπος με τον οποίο θα την άλλαζε.

Η Μαίρη Σεβαστοπούλου σερβίρει παραδοσιακά πολίτικα γλυκά όλη την Αθήνα

Ο τελευταίος μας σταθμός μοιάζει για τους Φιλαδελφιώτες σαν να ήταν «πάντα εκεί». Και όχι άδικα: το ζαχαροπλαστείο Τίλλας βγάζει καθημερινά μοσχομυριστά γλυκά από το 1964, αρχικά σε ένα γωνιακό μαγαζί και, στη συνέχεια, επεκτάθηκε χωρικά στην πλατεία Πατριάρχου, που παραμένει πάντα πολύβουη.

Οι γονείς της Μαίρης Σεβαστοπούλου ήταν άλλη μια οικογένεια που ήρθε από την Κωνσταντινούπολη στην προσφυγική γειτονιά και έχτισε ξανά τη ζωή της. Η ίδια είναι η δεύτερη γενιά που αναλαμβάνει τον «Τίλλα» και πλάι της έχει και την τρίτη γενιά, τις ανιψιές της.

Ο «Τίλλας» μοιάζει από αυτές τις λίγες γωνιές της Νέας Φιλαδέλφειας όπου ο χρόνος έχει παγώσει. Οι γεύσεις και οι μυρωδιές είναι «όπως παλιά» και τα γλυκά που βγαίνουν από το εργαστήριο επίσης: εκμέκ, καϊμάκι, τσουρέκι είναι από τα γλυκά που έχουν την τιμητική τους στο μαγαζί, αλλά δεν λείπουν και πολλές ακόμα «old school» επιλογές.

Οι θαμώνες στα τραπεζάκια είναι άνθρωποι της γειτονιάς – χαιρετούν τους ανθρώπους του μαγαζιού, μιλούν μεταξύ τους. «Κάνουν χάζι» στα τραπεζάκια μπροστά στην πλατεία, ενώ οι πιο ήσυχοι επιλέγουν την πίσω αυλή για τον καφέ και το γλυκό τους.

Η Μαίρη Σεβαστοπούλου θυμάται με χαμόγελο τις παλιές φάσεις της γειτονιάς, αλλά θεωρεί πως μέσα από το μαγαζί μπορούν και αναβιώνουν: «Το ζαχαροπλαστείο αρχίζει να γίνεται όπως και παλαιότερα, τόπος συνάντησης. Στην άνθηση των καφέ η κίνηση είχε πέσει λίγο, αλλά ο κόσμος γυρνάει και πάλι στο παραδοσιακό γλυκό, του αρέσει», λέει.

Δύο είναι όμως οι περιστάσεις που μοιάζουν με αληθινό «reunion» για τον Τίλλα: η Πρωτοχρονιά και οι εκλογές. Πολλοί παλιοί κάτοικοι έχουν φύγει με τα χρόνια από τη Νέα Φιλαδέλφεια, όπως εξηγεί η ζαχαροπλάστρια, αλλά όποτε έχει εκλογές γυρνούν για να ψηφίσουν και να πιουν τον καφέ τους «και νιώθεις πως βλέπεις ξανά συγγενείς που έχεις να δεις καιρό». Δεν ξεχνούν επίσης την παλιά τους γειτονιά, όταν τις τελευταίες ημέρες του χρόνου έρχεται η ώρα να αγοράσουν την πατροπαράδοτη βασιλόπιτα.

Πήραμε και εμείς ένα γλυκάκι για τον δρόμο, αποχαιρετώντας τη Νέα Φιλαδέλφεια στην «καρδιά» της, εκεί από όπου περνούν και συναντιούνται όλοι.

Πηγή: kathimerini.gr