ΣΚΕΨΕΙΣ

Γιώργος Γεωργίου RIP

Άλλο είχα στο μυαλό μου να γράψω, άλλο προέκυψε. Και μάλιστα πολύ θλιβερό. Έμαθα κι εγώ στα ξαφνικά ότι ο φίλος μου Γιώργος, ο γεννημένος την ίδια ημέρα με εμένα με διαφορά μια δεκαετία και στο ίδιο μαιευτήριο, αποφάσισε να ανοίξει τον Φίλαθλο των ουρανών παρέα με τον Σιέμπη, τον Μπαζίνα, τον Καίσαρη και τον Παρασκευά. Θα είναι ένα άκρως εντυπωσιακό έντυπο, όπως τρομερό θα είναι και το Καφενείο των φιλάθλων που είναι σίγουρο ότι θα κολάσει και αγγέλους.

Ο Γιώργος ξεκίνησε την καριέρα του σαν ιατρικός επισκέπτης. Στην φαρμακοβιομηχανία Upjohn, την σημερινή Βιανέξ β. Ήταν ένας πωλητής καλός αλλά το μυαλό του πετάριζε. Στα τρία τρελά πάθη του : Το τσιγάρο ( κυριολεκτικά ουδέποτε ήπιε αλκοόλ ), τον τζόγο και τις γυναίκες. Και κάπως έτσι τον ανακάλυψε ο Καραγιαννίδης ( ο Ροζέ Βαντίμ της δημοσιογραφίας κατά τον Γιώργο )και τον έμπασε στο ιστορικό τημ της δημοσιογραφίας. Τον Φίλαθλο και το Στάνταρ 13άρι. Και κάπως έτσι έγινε και γνωστός στην Ελλάδα και τράβηξε την απογείωση του με ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, έντυπα και διαφημίσεις.

Ολόκληρο βιβλίο μπορεί να γράψει κάποιος για τον Γιώργο. Ανάλογα σε ποιό πάθος ήταν κι αυτός στην παρέα του με τον Γιώργο. Θες γυναίκες; Η πρώτη του γυναίκα ήταν η μις Ελλάς 72 με την οποία και απέκτησε τον γιό του. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Ευγενία, καμιά εικοσαριά χρόνια νεότερη του, με την οποίαν απέκτησε την κόρη του Σταυρούλα, που αποτέλεσε και τον τελευταίο έρωτα της ζωής του. Φυσικά κανένας γάμος δεν στέριωσε αφού το πάθος του δεν τον άφηνε σε ησυχία.

Όπως και ποτέ χρήμα δεν στέριωσε πάνω του. Θες ιππόδρομο, θες μπαρμπούτι, θες απλά κόκκαλα, θες ρουλέτα ή παπά; Κάπου κρυμμένος εκεί κοντά, κυρίως σε παράνομες λέσχες κοντά σε σπίτια για το ξεχαρμάνιασμα, ήταν κι ο Γώγος. Ο άνθρωπος που έβγαζε από τα ρούχα του τον Κολοκοτρώνη όταν ουδέποτε έστελνε στην ώρα του τα κομμάτια του. Ο άνθρωπος που για να γράψει ένα κομμάτι, χρειαζόταν ένα πακέτο τσιγάρα.

Γι’ αυτό και θέριεψε στην παλιάς κοπής δημοσιογραφία. Που αν δεν την πούμε έτσι, θα μπορούσαμε να την πούμε άναρχη, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, μια διαφορετική σχολή δημοσιογραφίας που ήταν καθηγητής χωρίς κανένα μαθητή, και που σήμερα έκλεισε. Κανείς δεν μπόρεσε να τον μιμηθεί ή να τον αντιγράψει. Ναι αγαπητοί φίλοι και φίλες. Διότι ήταν αυθεντικός, απλός και ωμός. Ήταν αδύνατον να μπει σε κανόνες κι ήταν αδύνατον να του υπαγορεύσει κάποιος τι να πει. Ήταν μπεσαλής κι αυθόρμητος όσο δεν πάει. Μπροστά σε οποιονδήποτε κραταιό ή οποιονδήποτε τραμπούκο ή χούλιγκαν.

Βρεθήκαμε ζωντανά πρώτη φορά σε κάποιο στούντιο στο Μπουρνάζι. Θυμάμαι την ΑΕΚ με Παθιακάκη και Νάβας, που είχε χάσει με 4-0 από τον οσφπ. Δυό κουβέντες είπαμε πριν την εκπομπή και μετά χαμός. Και στην τηλεόραση για δυό χρόνια και στο ραδιόφωνο για άλλα τρία. Όλα αυτά παράλληλα με την εφημερίδα φυσικά, σε ατέλειωτες συναντήσεις σε ταβέρνες, μπουρδέλα, καταγώγια μουσικά αλλά και σπίτι μου. Η γυναίκα μου έμεινε κάγκελο όταν την πρώτη φορά της ζήτησε νερουλίτα να πιεί κι αυτή έψαχνε να βρει τι ποτό ήταν αυτό.

Ένας γνήσιος συναισθηματικός άνθρωπος, που όποτε μπορούσε, βοηθούσε τον οποιονδήποτε. Ουδέποτε προσποιητός, πάντα με το τσιγάρο και το χαμόγελο στα χείλη και φυσικά με την γλωσσοπλασία του. Με κύρια τρέλα τα αυτοκίνητα ( έχετε φτάσει ποτέ στην Δράμα σε τρεις ώρες; ) κι ειδικά την M3 και πολύ μετά την μπάλα. Για την οποίαν μπάλα δεν απέκτησε ποτέ ιδιαίτερες γνώσεις και πιο πολύ έψαχνε το ψυχογράφημα των οπαδών, των παραγόντων και των αθλητών. Οι γνώσεις που απέκτησε πιο πολύ στον Αλέφαντο οφείλονταν, παρά στον ίδιο.

Όπως και να το κάνεις όμως, ήταν μια cult φυσιογνωμία της δημοσιογραφίας που απέκτησε φανατικούς φίλους, ελάχιστους εχθρούς ως γνήσιος αντιοπαδός – ο ίδιος ήταν οπαδός του Απόλλωνα – αλλά το κυριότερο ήταν ότι όπου και να βρισκόταν, ουδέποτε πέρναγε απαρατήρητος. Ήταν θα μπορούσα να πω ο Γκουζγκούνης του κλάδου και ένα αξιαγάπητο ρεμάλι που δεν το χόρταινες. Και που ουδέποτε νιαούρισε για τον μεγάλο σταυρό που κουβάλησε τόσα χρόνια για τον γιό του κι αργότερα για την δεύτερη γυναίκα του. Διότι ήταν άνδρας πάνω από όλα, με το Α κεφαλαίο, που μπορεί να μην άφησε κείμενα για παρακαταθήκη αλλά άφησε στυλ και τρόπο αντιμετώπισης που ακούμπησε όλο το αθλητικό κοινό της μπάλας και μόνο αυτής.

Δεν χρειάζεται νομίζω να γράψω κάτι άλλο περισσότερο. Δεν θα ήθελε ούτε ο ίδιος, που ταλαιπωρήθηκε τόσο πολύ στα τελευταία του με τον καρκίνο. Έζησε την ζωή του όπως αυτός ήθελε, ρούφηξε όποια ομορφιά της ήθελε κι έκανε του κεφαλιού του. Φεύγει γεμάτος κι ανεβαίνει επάνω ίσως με διάθεση να γίνει διάβολος με αγγελικές πράξεις ή άγγελος με διαβολικές. Το σίγουρο είναι ότι τον αναμένουν με προσδοκία όλα εκείνα τα τέρατα που έφεραν την επανάσταση στα αθλητικά έντυπα.

ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΤΑΞΙΔΙ ΓΙΩΡΓΑΡΕ