Μίμης Παπαϊωάννου RIP
Δυστυχώς δεν ευτύχησε να δει το καινούργιο γήπεδο. Δυστυχώς δεν ευτύχησε να δει τον πυλώνα του. Ευτυχώς για το τελευταίο αφού ζήτημα θα ήταν αν ο ίδιος ρώταγε ποιος απεικονίζεται στον πυλώνα. Ναι, η άνοια τον είχε αφήσει σχεδόν ημιθανή και κατάκοιτο. Και πλέον εδέησε η πλάση, η φύση, ο Θεός, να τον απαλύνουν και να τον ανεβάσουν στην ομάδα του ουρανού. Αυτήν την ομάδα, που καιρό τώρα έψαχνε να βρει αρχηγό.
Κι αν τότε στα παλιά τα χρόνια, αρχηγός γινόσουν επειδή ήσουν ο παλιότερος στην ομάδα, στην ομάδα του ουρανού, δικαίως θα πάρει το περιβραχιόνιο : Κορυφαίος Έλληνας παίκτης του εικοστού αιώνα. Αρχισκόρερ, αρχιντριμπλέρ κι αν θυμάμαι καλά, καμία κόκκινη κάρτα. Διορθώστε με αν κάνω λάθος κι είχε φάει μία.
Τον πρωτοείδα σε μία δύσκολη εποχή για την ομάδα, που σχεδόν δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Θυμάμαι με είχε πάει ο πατέρας μου σε εκείνο το παιχνίδι στην Φιλαδέλφεια, που ο Μίμης είχε πάρει το μικρόφωνο στο κέντρο του γηπέδου και κάτι έλεγε. Φυσικά εγώ δεν άκουγα κι ούτε και με ενδιέφερε. Μίλαγε εν μέσω αποθεώσεων αλλά και αποδοκιμασιών. Διχασμένος ήταν ο κόσμος, που ενώθηκε μετά με το παιχνίδι. Ο Μίμης με την απόδοση του, υπέγραφε νέο συμβόλαιο με τον κόσμο και με την ΑΕΚ. Πολύ αργότερα έμαθα όλη την ιστορία, που δεν χρειάζεται κανένας σχολιασμός αυτήν την στιγμή.
Από όλη την ιστορία το μόνο που πρέπει να γράψω για τους πολύ νέους που θα πάρουν αυτό το κείμενο από εδώ κι από τα blogs που αναδημοσιεύουν στην επαρχία, είναι ότι η ΑΕΚ δεν του επέτρεψε να πάει στην ΡΕΑΛ ΜΑΔΡΙΤΗΣ . Στην οποίαν τον επρότεινε ο ΠΟΥΣΚΑΣ. Οπότε έφυγε με τον ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ για να δοκιμάσει την τύχη του στο τραγούδι. Μιλάμε για τρέλα ίδια με αυτήν που κουβάλαγε κι ο ΣΤΕΛΙΟΣ. Έλλειψη επαγγελματισμού; Μα δεν ήταν τέτοιοι τότε, ειδικά οι ποδοσφαιριστές.
Εγώ σαν πολύ μικρό παιδί, και φρέσκο Αεκάκι, δεν το έψαξα. Δεν με ενδιέφερε, το ξαναείπα. Εγώ ήθελα να κερδίζει η ομάδα μου. Και με είχε διαβεβαιώσει ο πατέρας μου, ότι ο Μίμης ήταν παικταράς. Άρα είχαμε τελειώσει με το θέμα. Πλέον ήμουν με τον αρχηγό της ομαδάρας μου. Κι ολοκλήρωσα δια γάμου την σχέση μου, όταν ο ΥΜΝΟΣ μας τραγουδιόταν από τον Μίμη. Τον ΒΛΑΧΟ όπως τον αποκαλούσαν οι πιο παλιοί, μαζί κι ο πατέρας μου.
Οι διαβεβαιώσεις γίνανε με την πάροδο των χρόνων, διαπιστώσεις. Αριστεροπόδαρος, αέρινος εξτρέμ, ταχύτατος για την εποχή του, κι άριστος χειριστής του εξωτερικού φάλτσου. Ψύχραιμος στα όρια της ψυχρότητας, δεν θυμάμαι ποτέ τραυματισμό του και φυσικά δεν μπορώ να ξεχάσω την εκπληκτική τεχνική του. Την ακρίβεια της πάσας του και τους άπειρους τρόπους με τους οποίους σκόραρε. Και να βάλω εδώ ότι δεν χτύπαγε καλά πέναλτυ, ούτε ότι το είχε με την εκτέλεση φάουλ. Αλλά αυτά τα δύο τελευταία που δεν είχε, ισοσκελίζονταν από το τρομερό κεφάλι του. Κεφάλι που οφειλόταν στο ότι περπάταγε στον αέρα. Σηκωνόταν και έμενε. Περπάταγε ρε παιδί μου. Χώρια το τρομερό επιτόπιο άλμα του.
Ας δει κάποιος το γκολ του με την QPR. Ας δει κάποιος το γκολ του με τις τάπες εναντίον του Άρη στον Νίκο Χρηστίδη. Ας δει κάποιος τα δεκάδες γκολ του με κεφαλιά ψαράκι. Ας δει κάποιος τα ψαλίδια του. Ας δει..ας δει…Τι να δει; Τίποτα πια. Ας ΓΥΡΙΣΕΙ ΚΙ ΑΣ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΥΛΩΝΑ ΤΟΥ. Τον πυλώνα του αιώνιου αρχηγού μας. Που δεν τον βρήκανε ποτέ να καπνίζει ή να πίνει ή να ξενυχτάει πριν τους αγώνες. Πρώτος εργένης στην ομάδα και γνήσιος αρχηγός – εμπνευστής για όλους τους υπόλοιπους.
Δεν ήταν μόνο η τέχνη του, ήταν και το αστείρευτο ήθος του. Αυτό που ανάγκασε ακόμα και το ίδρυμα Νιάρχου που λιμενοκρατείται, να κάνει χορηγία για το βιβλίο του και για τα camp που οργάνωνε σε όλη την περιφέρεια. Και βέβαια να είναι καλεσμένος και να παίζει μπάλα μέχρι και στο σπίτι του προέδρου του ιδρύματος.
Εγώ αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που τον είδα τόσες και τόσες Κυριακές. Που ποντάρισα επάνω του για κάποια προσωρινή χαρά. Νίκης ή σπουδαίας μπαλαδόρικης ενέργειας. Που από μικρός ήμουν τυχερός που αυτός ο υπερπαίκτης ήταν στην ΑΕΚ. Κι άρα αισθάνθηκα ότι ήταν δικός μου και δεν έγινα ζηλιάρης που τον είχε κάποια άλλη ομάδα. Αυτό δηλαδή που ένιωσαν τόσοι και τόσοι φίλαθλοι άλλων ομάδων, που ερχόντουσαν στο γήπεδο μας για να τον δουν.
Έχω συγκίνηση μεν αφού περνάνε παιδικές μου εικόνες από τα μάτια μου, αλλά θα ήθελα εδώ να φρενάρω και να αντιγράψω κάτι :
» Λυπηρό. Με κάθε τέτοιο νέο, φτάνουμε όλο και πιο κοντά στο κλείσιμο μιας άλλης , της παλιάς εποχής. Αλλά έτσι ήταν πάντα.
Παικταράς, ακόμα και στα 70+που τον έπαιξα αντίπαλο. Είχα πάθει πλάκα από το απίστευτο ταλέντο, με το σώμα να στηρίζει όσο μπορούσε. Κεφάλι κάτω και ταπεινός, ούτε μια φορά να είχε πει κάτι για να σου δείξει ότι ξέρει περισσότερη μπάλα από εσένα ή ότι ήταν κάτι. Καλό και απλό παιδί.
Και φυσικά κάποιοι γράφουν σχόλια του τύπου <<στο καλό και να μας γράφεις >>. Γιατί αυτοί είμαστε . » Ο γιος μου ο μεγάλος έπαιζε κι αυτός σε αυτά τα διτέρματα, από τα 15 του μέχρι τα 23 του που έφυγε έξω. Τα λόγια αυτά μου τα έστειλε σήμερα και τα βρήκα σημαντικά από τον σημερινό τριαντάρη για τον ογδοντάρη Μίμη. Με τον οποίον έπαιζε αντίπαλος πάντα αφού τον δικό μου τον βάζανε τέρμα. Και μου παραπονιόταν : Ρε γαμώτο, πώς γίνεται να μου βάζει γκολ ο παππούς; Πώς γίνεται να προλαβαίνει την έξοδο μου; Πώς γίνεται να μην μπορώ να προβλέψω πού θα πάει η κεφαλιά του; Είμαι 1,96 κι αυτός μου παίρνει την μπάλα από τα χέρια μου.
Δεν είναι τίποτα Ιάσωνα του έλεγα. Απλά παίζεις απέναντι σε ένα Θεό.
Φυσικά δεν υπάρχει κανένα ταξίδι. Ο Μίμης είναι στον πυλώνα της Νέας Φιλαδέλφειας και μας κοιτάει. Και μας φυλάει. Όπως τον φυλάμε κι εμείς διότι ήταν ένας από τους Θεούς μας. Κι όχι μόνο τις Κυριακές. Και μεσοβδόμαδα όταν μαλώναμε για το επερχόμενο παιχνίδι. Κι όλη μας η ελπίδα ήταν αυτός για να νικήσουμε. Εντάξει κι άλλοι ήταν, αλλά από ΑΥΤΟΝ ΞΕΚΙΝΟΥΣΑΜΕ. ΤΟΝ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΒΛΑΧΟ ΜΑΣ. ΤΟΝ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΜΙΜΑΡΟ. ΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΑΡΧΗΓΟ ΜΑΣ.
ΑΙΩΝΙΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΟΥ
Υγ. Ουδέποτε θα ξεχάσω ένα παιχνίδι στο Καραϊσκάκη, που τον έπαιζε ο εμετοειδής Γκαϊτατζής. Καθόμουν στην θύρα 4, που ήταν επίσημοι υποτίθεται. Ανακατεμένοι τότε. Δυό μαγικές ενέργειες του Θεού, είχαν αφήσει στο πάτωμα με σακούλες τον τίποτα βρώμικο μπακ ( και τι δεν του έκανε για να τον σταματήσει – έτσι έπαιζε μπάλα τότε η ομάδα της τρούμπας ) κι είχε σκοράρει δυό γκολ. Είναι κάπου το 74, πάνω κάτω. Η πλειοψηφία της θύρας πέραν του χειροκροτήματος προς τον δικό μας, χλεύαζε τον δικό της παίκτη.