ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Σουβλάκι 70 ετών, ΜΟΝΟ ΑΕΚ!!!

Το ιστορικό σουβλατζίδικο έρχεται στην οδό Ρόμβης με ένα νέο κατάστημα-φόρο τιμής στην ιστορία του. Μιλήσαμε με τον Τάσο Σαββόγλου, τον εγγονό του πρώτου ιδιοκτήτη, για την πετυχημένη συνταγή επτά δεκαετιών, για την παράδοση, για τους πελάτες που δεν αλλάζουν τις συνήθειές τους αλλά και το φαγητό που είναι συναίσθημα.

«Τα ‘φαγές; Ναι. Ωραίος ο παίκτης. Άλλα τρία σουτζούκι». «Μόνο ΑΕΚ τίποτα άλλο». Η ώρα είναι 2 το μεσημέρι και οι παραπάνω στιχομυθίες είναι συνηθισμένες στο σουβλατζίδικο του Λευτέρη του Πολίτη, όπως η κίνηση στο μαγαζί. Μόνο που βρισκόμαστε στην οδό Ρόμβης και όχι στη Σατωβριάνδου. Ναι, μετά από 70 χρόνια ακατάπαυστης λειτουργίας στην Ομόνοια, ο Τάσος Σαββόγλου πήρε την απόφαση να επεκτείνει το θρυλικό σουβλατζίδικο με ένα ακόμα κατάστημα, αυτή τη φορά στο εμπορικό τρίγωνο.

Η ιστορία του Λευτέρη του Πολίτη ξεκίνησε το 1951, όταν ο παππούς του τωρινού ιδιοκτήτη, ο Σπύρος, ο θείος του Ξενόφος, η γιαγιά Κυριακή (Κίτσα χαϊδευτικά), και ο νεαρός τότε πατέρας του, Λευτέρης, άνοιξαν το πρώτο μαγαζί, σε ένα στενό διάδρομο κάτω από ελενίτ. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε ελάχιστα πιο δίπλα για να βρεθεί τελικά, το 1986, στη θέση που το ξέρουμε σήμερα. Πολίτες όλοι, ήρθαν στην Αθήνα με την ανταλλαγή πληθυσμού, φέρνοντας μαζί τους και τη συνταγή για το μπιφτέκι.

Στο σουβλατζίδικο της Ομόνοιας «προσκύνησε» λαός και Κολωνάκι. Σύσσωμος ο καλλιτεχνικός κόσμος έδινε το παρών το πρωί – κάποτε το σουβλατζίδικο άνοιγε στις 8 το πρωί. Καζαντζίδης, Διονυσίου, Γονίδης, Σαλέας ήταν μόνο μερικοί από τους «διάσημους» της εποχής που τιμούσαν το τυλιχτό του Λευτέρη. Εδώ, ωστόσο, όλοι έχριζαν (και συνεχίζουν) ίδιας μεταχείρισης.Ο «Λευτέρης» στην Ομόνοια ταΐζει άστεγους, χρήστες και ιερόδουλες – αυτό το περιθωριοποιημένο κοινό δεν αποκλείστηκε ποτέ από το σουβλατζίδικο.

Με σεβασμό στην πολύχρονη ιστορία του, ο Τάσος αποφάσισε να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στο μαγαζί που του κληροδότησε ο παππούς και ο πατέρας του. Έτσι, στην εκπνοή του 2021, ο Λευτέρης ο Πολίτης άνοιξε τις πόρτες του στην οδό Ρόμβης, σε έναν από τους πιο γνωστούς δρόμους του κέντρου της Αθήνας, που τείνει να εξελιχθεί σε μία νέα πιάτσα φαγητού.

Το νέο κεφάλαιο

Το νέο κατάστημα «Λευτέρης» στήθηκε με την προσωπική εργασία της ομάδας. Ρετρό αναφορές, μία λιτή ταμπέλα με το όνομα, κάποιοι πάγκοι για να φας το σουβλάκι σου στο χέρι και οι «δεινόσαυροι» (σ.σ. έτσι αποκαλεί χιουμοριστικά τους ψήστες ο Τάσος, καθώς δεν αλλάζει εύκολα προσωπικό) στο πόστο τους. Οι δεινόσαυροι μοιράστηκαν, εμπλουτίστηκαν με νέους και ο Τάσος ελπίζει να χτίσει καινούργια προϊστορική εποχή.

«Οφείλαμε στο ιστορικό κέντρο να είμαστε παρόντες. Νομίζω ότι εξελίσσουμε την ιστορία και πάμε παρακάτω. Εξευγενιζόμαστε» λέει ο Τάσος. Στις πρώτες ημέρες της λειτουργίας του Λευτέρη, το κοινό του υποδέχεται με ενθουσιασμό τη νέα άφιξη. Την ίδια στιγμή βέβαια για κάποιους, ο Λευτέρης ανήκει στην Ομόνοια.

«Το έχω πάθει κι εγώ με διάφορα άλλα μαγαζιά στα οποία προτιμώ να πηγαίνω στη “μαμά”. Είναι διαφορετικός ο κόσμος στο Ιστορικό Τρίγωνο από αυτόν της Ομόνοιας. Θέλουμε να στραφούμε και σε άλλα κοινά. Δεν νομίζω ότι απέχει πολύ γενικότερα η όλη φάση, απλά υπήρχε πολύς κόσμος που δεν μπορεί να κατέβει τώρα στην Ομόνοια και νομίζω ότι τους διευκολύνουμε.

Επίσης, είναι πάρα πολύ ωραίο για τη νεολαία που έρχεται εδώ και μαθαίνει όλη αυτή την παράδοση. Αρχίζει να καταλαβαίνει την πραγματική έννοια των πραγμάτων, πώς τρώγαμε, τι ήταν αυτό που τρώγαμε και πώς θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε χωρίς να θέλω να πω κάτι για όλα τα υπόλοιπα καταστήματα».

Στο νέο Λευτέρη βρίσκεις ακριβώς το ίδιο μενού. Πίτα μπιφτέκι, πίτα σουτζούκι και τη μερίδα με μπιφτεκάκια, πίτες, ψημένη ντομάτα και κρεμμυδάκι. Πατάτα δεν μπήκε ποτέ και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Όπως ούτε το πιστό κοινό του.

«Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έφευγαν από τα γύρω μέρη και πήγαιναν στην Ομόνοια να φάνε και μας έχουν πει ότι είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό που έγινε γιατί δεν θα είναι αναγκασμένοι πια να κατεβαίνουν στην Ομόνοια. Νομίζω όμως ότι το πελατολόγιο από την Ομόνοια δεν θα φύγει από εκεί».

Πώς θέλουμε να συνεχίσουμε, Τάσο;

«Παραδοσιακά, ποιοτικά, γευστικά και φτηνά. Φέτος κλείνουμε 70 χρόνια και πραγματικά είναι σαν να το γιορτάζουμε όλο αυτό. Η σκέψη να δημιουργηθεί το νέο κατάστημα υπάρχει εδώ και μία διετία. Ψάχναμε τον κατάλληλο χώρο και μέρος και μας έκατσε φέτος και όλο αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Δεν είναι εύκολο το να πάρεις την απόφαση να κάνεις ένα τέτοιο βήμα, ειδικά όταν όλο αυτό το σταθερό βήμα που έχεις δημιουργήσει πας να το ταρακουνήσεις λιγάκι, αλλά νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά. Και για εμάς και για όλο τον κόσμο».

Ο Λευτέρης κρατάει την επιτυχημένη συνταγή 70 χρόνια αλλά και στα 20 χρόνια που ο Τάσος εργάζεται ανελλιπώς στο μαγαζί, βάζει το δικό του λιθαράκι στην ιστορία.

«Σίγουρα είναι στοίχημα, σίγουρα το περιμένω, θα είναι μια επιβεβαίωση όλο αυτό αλλά να ξέρεις ότι εδώ και 10 – 12 χρόνια που έχω αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης ουδέποτε ήταν κερδοσκοπικό και φιλοχρήματο ό,τι συμβαίνει εδώ πέρα. Ξεκινάει πρώτα από την ανάγκη τη δική μου για επιβεβαίωση μέσα σε εισαγωγικά του τι διαχειρίζομαι και πώς θέλω να το εξελίξω και να μοιραστώ με τον κόσμο».

«Το τι μου έχει αφήσει ο πατέρας μου, τι έχω αναλάβει και πώς θέλω να το δώσω εγώ προς τα έξω. Αυτό είναι το κύριο βάρος. Και όχι το αν το μαγαζί τελικά θα δουλέψει έτσι όπως περιμένουμε. Εντάξει όλα θεμιτά είναι αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι μέσα μου είναι δεν είναι το «έλα να κάνουμε ένα μαγαζί να βγάλουμε κι άλλα λεφτά». Είναι το «έλα να κάνουμε ένα μαγαζί να μεγαλώσουμε αυτό που έχουμε, να το μάθει κι άλλος κόσμος και να μπορέσω κι εγώ μέσω αυτού να γεμίσω σαν άνθρωπος».

Η συνέχεια της ιστορίας

Ο Κτιστάκης λέει ότι τα «αιωνόβια» μαγαζιά πρέπει να κλείνουν από φυσικά αίτια. Είτε λόγω συνταξιοδότησης είτε θανάτου. «Φυσικά και νιώθω ότι πρέπει να συνεχιστεί. Έχω δύο παιδιά, αλλά δεν θα τα αναγκάσω να κάνουν αυτό που επέλεξα εγώ. Για μένα ήταν συγκυριακό το ότι ασχολήθηκα, μεγαλώνοντας είχα τέτοιες επιρροές, τα παιδιά μου εγώ δεν τα επηρεάζω έτσι. Αν μπορέσουν να εκτιμήσουν, να αγαπήσουν και μέσα από όλο αυτό καταφέρουν να δημιουργήσουν κάτι, μακάρι και το εύχομαι. Από εκεί και πέρα έχει πολύ δίκιο ο Κτιστάκης».

«Καμία φορά ηρεμούμε και καθόμαστε στα αυγά μας και δεν θέλουμε να μπούμε σε διάφορες διαδικασίες που θα αλλάξουν την καθημερινότητά μας. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό το βάρος και η επιβράβευση σε κάνουν να θέλεις να το βγάλεις από μέσα σου και να το μοιράζεσαι με όλο τον κόσμο. Αυτή είναι η ανάγκη μου τώρα, εκεί ήταν και το turning point που θέλησα να ασχοληθώ με το μαγαζί».

«Το λογότυπο κινεί την περιέργεια στους νέους πελάτες. Έρχονται, δοκιμάζουν και αρχίζουν και καταλαβαίνουν. Η γεύση είναι αυτή που θα σε βοηθήσει να χτίσεις καινούργιες ιστορίες ξαναπλάθοντας τις παλιές. Το φαγητό είναι συναίσθημα. Εγώ τρώω σουβλάκι κάθε μέρα, έχω τα ίδια συναισθήματα κάθε μέρα» καταλήγει γελώντας.

Του λέω για τους παλιούς θαμώνες που θέλουν πίσω τη λαδόκολλα. «Είναι μάλλον αυτή η δυσκολία να αποδεχτούμε τις αλλαγές σαν άνθρωποι. Θα πάμε κόντρα από την ανάποδη. Κάποτε φώναζαν για τη χαρτοπετσέτα, τώρα για τη λαδόκολλα. Τέλεια!». Ο Τάσος φαίνεται να μη φοβάται να κοιτάξει μπροστά, αφού στα τόσα χρόνια που έχει αναλάβει τον Λευτέρη, δεν είναι λίγα αυτά που έχει αντιμετωπίσει.

«Τρόμαξα πάρα πολύ όταν αρρώστησαν οι αγελάδες, για το πού θα πάει όλο αυτό. Το ξεπεράσαμε όπως θα ξεπεράσουμε και ό,τι συμβαίνει τώρα. Εν μέσω κρίσης και αναπροσαρμογών ΦΠΑ, είχαμε πάρει πάνω μας όλο το βάρος της αλλαγής. Μειώθηκε το κέρδος, κρατηθήκαμε όταν άλλαξε ξανά δεν το εκμεταλλευτήκαμε. Αυτό ήταν που με έκανε να νιώσω καλά. Το εισπράξαμε ολόκληρο από τον κόσμο πίσω».

«Στην Ομόνοια μεγαλώσαμε, αυτό ήμασταν, εκεί μας ήξεραν. Δεν υπήρχε φόβος. Άλλαξε η περιοχή μαζί με όλη την Ελλάδα, επιβαρύνθηκε η Ομόνοια λίγο πιο πολύ, αλλά είναι βαθιές οι ρίζες. Δεν ξεφεύγει η Ελλάδα από την παράδοση. Και ο Λευτέρης παραμένει παραδοσιακός εδώ και 70 χρόνια». Ακόμα και στη νέα του εποχή.

Πηγή: oneman.gr