Ηλίας Λογοθέτης: Ήθελε να τραγουδάει στην όπερα, τον κέρδισε το θέατρο – Η εποχή της βιντεοκασέτας και οι σπάνιες εμφανίσεις στο σινεμά
Καλό ταξίδι τεράστιε Ηλία Λογοθέτη…
Ένα πρωινό του 1964, ένα αδύνατο νεαρό αγόρι περνά την πόρτα του Θεάτρου Τέχνης. Τον έχει σύρει εκεί, σχεδόν με το ζόρι, κάποιος φίλος του προκειμένου να πάρει μέρος στις ακροάσεις για να μπει στην δραματική σχολή. Όταν τον ρωτούν τί έχει ετοιμάσει, εκείνος απαγγέλει δύο ποιήματα ενός άγνωστου, συντοπίτη του, Λευκαδίτη, ποιητή. Το τέλος της απαγγελίας ακολουθεί μια βαθιά, ατελείωτο για τον ίδιο, σιωπή. Το μόνο που τού λένε είναι να πάει επάνω, στο ταμείο. Εκεί του δίνουν πίσω το κατοστάρικο που είχε πληρώσει για να συμμετάσχει στην ακρόαση, τού ανακοινώνουν ότι πέρασε με υποτροφία και τον ενημερώνουν πως την επομένη κιόλας ξεκινά πρόβες με τον Κάρολο Κουν.
Έτσι, ξαφνικά κι απρόβλεπτα ξεκίνησε το θεατρικό ταξίδι του Ηλία Λογοθέτη, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 85 ετών, έχοντας διαγράψει έναν μεγάλο και γεμάτο καλλιτεχνικό κύκλο, με πολλούς και σημαντικούς σταθμούς, διατηρώντας όμως πάντα χαμηλούς τόνους και αποστάσεις ασφαλείας από τα φώτα της δημοσιότητας. Φυσιογνωμία οικεία και αγαπητή, εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, μέσα από την αδιάλειπτη παρουσία του, περισσότερο στο θέατρο και την τηλεόραση και λιγότερο στον κινηματογράφο, ο Ηλίας Λογογέτης υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση ηθοποιού που είχε την ικανότητα να ισορροπεί, με πρωτοφανή φυσικότητα και ευκολία, ανάμεσα στην ελαφριά κωμωδία, το μιούζικαλ και την επιθεώρηση, το αρχαίο δράμα, τα ανατρεπτικά έργα του Χάρολντ Πίντερ, τις αυτοβιογραφικές διηγήσεις του Γεωργίου Βιζυηνού και τις βαθιά ποιητικές ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Η ποίηση εξάλλου, όπως ο ίδιος είχε επανειλημμένα εξομολογηθεί, αποτελούσε φωτεινό φάρο και καθοδηγητή σε ολόκληρη τη ζωή του. «Κάνω την καθημερινότητα ποίηση» έλεγε με νόημα προσπαθώντας να εξηγήσει την δική του, ιδιαίτερη κοσμοθεωρία βασικές αρχές της οποίας ήταν η διαρκής κίνηση και δημιουργία, η επικέντρωση στην ομορφιά και την ποιότητα και η αποφυγή σκέψεων για το μέλλον και πολυσύχναστων στεκιών. Κι ήταν αυτή η κοσμοθεωρία που τον έκανε να μοιάζει αντιφατικός, οικείος αλλά και απρόσιτος ταυτόχρονα, κωμικός αλλά και με μια διαρκή, βαθιά μελαγχολία στο βλέμμα η οποία, ενίοτε, άγγιζε τα όρια της τραγικότητας.
Από μικρός, άλλωστε, δεν είχε χαράξει προδιαγεγραμμένες διαδρομές. Οι μόνες του σταθερές ήταν ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, η Λευκάδα και η βαθιά αγάπη του για τη μουσική την οποία τού εμφύσησε η αγαπημένη του μητέρα που υπήρξε εξαιρετική σοπράνο. Δύο ήταν οι διαφαινόμενες κλίσεις του καθώς μεγάλωνε: Τα Μαθηματικά και η όπερα. Τα μεν τον οδήγησαν στα έδρανα της Παντείου, η δε στο Ωδείο της οδού Φειδίου. Υπήρχε και μία τρίτη κλίση του, αυτή στον έρωτα, που λειτουργούσε διαχρονικά ως πυξίδα στη ζωή του, δίνοντάς του μια διαρκή, αστείρευτη ενέργεια.
Τελικά όμως τον κέρδισε το θέατρο. Η εμπειρία του ως μέλους της ομάδας των εκλεκτών του Κουν δεν μπορούσε παρά να τον συνεπάρει. Βούτηξε στον μαγικό, όμορφο αλλά και σκληρό συνάμα αυτό κόσμο, απέκτησε εμπειρίες πολύτιμες, γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Γιάννης Χρήστου, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, ο Μόραλης. «Ο Κάρολος Κουν είναι κομμάτι της καρδιάς μου. Ήταν ο δάσκαλός μου. Τού οφείλω πολλά» έλεγε παραδεχόμενος πως για όλους τους μαθητές του υπήρξε ένα ιερό πρόσωπο, κάτι σαν θρησκεία γι’ αυτό και δεν τολμούσαν ποτέ να διαφωνήσουν μαζί του.
Στο θεατρικό σανίδι διαμόρφωσε, σταδιακά, την πολυπρόσωπη υποκριτική φυσιογνωμία του, στο πλευρό σημαντικών σκηνοθετών όπως ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μίνως Βολανάκης, ο Θόδωρος Τερζόπουλος κ.α., μέσα από παραστάσεις αρχαίου δράματος, όπως οι «Νεφέλες», οι «Όρνιθες» ο «Πλούτος», η «Λυσιστράτη» και ο «Οιδίποδας Τύραννος», έργα κλασικών αλλά και σύγχρονων συγγραφέων και ποιητών. Από τους πλέον αγαπημένους του, ο σπουδαίος Γεώργιος Βιζυηνός το έργο του οποίου «Το αμάρτημα της μητρός μου» παρουσίαζε επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Η πιο συγκινητική στιγμή της καριέρας του όταν, το 2000, ο σπουδαίος Βρετανός θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ τον παρακολούθησε να ερμηνεύει τον ρόλο του Σπούνερ στο έργο του «Νεκρή Ζώνη».
Έντονη ήταν η σφραγίδα του και στα εγχώρια τηλεοπτικά δρώμενα συμμετέχοντας σε πολλές, ποιοτικές και δημοφιλείς σειρές μεταξύ των οποίων «Το Μινόρε της Αυγής», η «Δίκη του Μεσημεριού», ο «Κίτρινος Φάκελλος», τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», ο «Καρυωτάκης» και το πρόσφατο «Έτερος Εγώ Νέμεσις».
Στον κινηματογράφο η παρουσία του υπήρξε λιγότερη συχνή αλλά χαρακτηριστική. Συμμετείχε σε δύο ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου – συνδέονταν με στενή φιλία -, το «Τοπίο στην Ομίχλη» και το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού», στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στις «Γυναίκες Δηλητήριο» του Νίκου Ζερβού.
Παρόλα αυτά δεν σνόμπαρε ποτέ τα πιο λαϊκά θεατρικά είδη, όπως η επιθεώρηση και το μιούζικαλ ενώ δεν αποποιήθηκε ποτέ την επιλογή του να δουλέψει στην εποχή της βιντεοκασέτας: «Η ανάγκη προηγείται της τέχνης σύμφωνα με τον Αισχύλο. Η βιντεοκασέτες ας πούμε ήταν σωτήριες: ζήσαμε χωρίς να πεινάσουμε!» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Στην προσωπική του ζωή ο Ηλίας Λογοθέτης είχε βρει την ευτυχία στο πλευρό της δεύτερης συζύγου του, επίσης ηθοποιού Μαρίας Ζαχαρή, ενώ καμάρωνε, δικαιωματικά, για τον γιο του, Αλέξανδρο Λογοθέτη, ο οποίος εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του.
Το πάθος του, ο λιτός αλλά αιχμηρός λόγος του, οι ερμηνείες του αλλά και το έντονο καταγάλανο βλέμμα του θα λείψουν…