«Έφυγε» ο Γιώργος Τρομάρας
Ο Γιώργος Τρομάρας κέρδισε πολλές μάχες στα ρινγκ σε όλο τον πλανήτη. Στην τελευταία του μάχη πάλεψε, αλλά δεν βγήκε νικητής. Ο Γιώργος Τρομάρας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 75 ετών. Είχε υποστεί πολλαπλά εγκεφαλικά επεισόδια και η καρδιά του δεν άντεξε.
Ήταν παντρεμένος και ο γιος του, Κώστας, ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του στο άθλημα του δυναμικού τριάθλου. Η κηδεία θα τελεστή την Πέμπτη (27/1) στις 12 το μεσημέρι στη Ζωοδόχου Πηγή στην Πλατεία Παιανίας.
Ο Γιώργος Λ. Τρομάρας ήταν Έλληνας παλαιστής και strongman. Γεννήθηκε το 1947 στην Αγία Σοφία, ένα μικρό χωριό κοντά στην λίμνη Τριχωνίδα. Τα παιδικά του χρόνια όπως είχε πει και ο ίδιος ήταν δύσκολα, η αγάπη του όμως για το άθλημα τον ανέδειξε γρήγορα ως τον νέο Έλληνα Ηρακλή. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του στην πάλη και τη μυϊκή δύναμη.
Το 1957 σε ηλικία 9 ετών σήκωσε ένα γαϊδουράκι, μιμούμενος τον Δημήτρη Κωνσταντίνου, έναν αθλητή που παρουσίασε ένα πρόγραμμα μυϊκής δύναμης στο χωριό του.
Το 1960 σε ηλικία 11 ετών ξεκίνησε ελευθέρα πάλη με δάσκαλο τον Σταμάτη Χαρισιάδη (τον λεγόμενο “παππού”), σημαντικό προπονητή της εποχής. Τα πιο δημοφιλή αθλήματα τότε ήταν η πάλη και το ποδόσφαιρο.
Το 1968 άνοιξε το πρώτο γυμναστήριο στο Αιγάλεω και γι’ αυτό ήταν ένας από τους πρωτεργάτες στα ιδιωτικά γυμναστήρια. Ακολούθησαν γυμναστήρια στην Ομόνοια, στην Δεληγιώργη και Κεραμικού, στο Πασαλιμάνι καθώς και το Woman Style στον Πειραιά. Μετά από αυτά άνοιξε το Club Υγείας στη Φραντζή, στον Νέο Κόσμο και στην Πατησίων. Το τελευταίο βρίσκεται στην Παιανία.
Τη διετία 1968-1970 δίπλα στον Τζιμ Αρμάου άρχισε τα πρώτα επιτεύγματα μυϊκής δύναμης, με τον οποίον είχαν και κοινό δάσκαλο στην πάλη.
Κάπου το 1970-74 μαζί με τον Νικηφόρο Λοΐζο διοργανώνει το Μίστερ Ελλάς, στο πρόγραμμα του οποίου ενέταξε αγώνες Δυναμικού Τριάθλου, εμπνευσμένος από ένα ντοκιμαντέρ με τον Αμερικανό bodybuilder Sergio Oliva να γυμνάζεται με αυτές τις κινήσεις. Μολονότι πολλοί το απαξίωσαν αρχικά, εκείνος μαζί με τον Κώστα Καράμπαλη το υποστήριξαν με πάθος.
Έχει χαρακτηριστεί ως ο σύγχρονος Ηρακλής, καθώς εκτός από πρωτοπαλαιστής κατάφερε και πράγματα ανθρωπίνως ακατόρθωτα. Μερικά εξ αυτών είναι το λύγισμα χοντρών σιδερικών, σπάσιμο χοντρών αλυσίδων, ακινητοποίηση αυτοκινήτων εν κινήσει, άνοιγμα ελατηρίων άνω των 400 κιλών με τα δόντια, ακόμα και τράβηγμα αμαξοστοιχιών.
Το 1980 στην εκπομπή «Απίστευτα και όμως αληθινά» τράβηξε 4 βαγόνια τραίνου, γεγονός που προκάλεσε παγκόσμιο εντυπωσιασμό.
Το 1990 στη Αραβία τράβηξε με τα δόντια νταλίκα 35 τόνων με σκοπό να διαφημίσει έναν παλαιστικό αγώνα που συμμετείχε την επόμενη μέρα εναντίον ενός αντιπάλου που ξεπερνούσε τα 2,40μ.
Το 2000 στον Πύργο Ηλείας τράβηξε με τα δόντια 2 βαγόνια τραίνου συνολικού βάρους 28 τόνων. Εκείνον τον καιρό προετοιμαζόταν να τραβήξει 5 βαγόνια και να γραφτεί στο βιβλίο Γκίνες, πράγμα που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει λόγω τραυματισμού στη κλείδα κατά τη διάρκεια προγράμματος μυϊκής δύναμης που παρουσίαζε σε σχολείο.
Από το 1991 με άδεια του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων παρουσίαζε προγράμματα μυϊκής δύναμης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είχε παρουσιάσει προγράμματα σε μαθητές δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου σε όλη την Ελλάδα, πάντα με στόχο το ηθικό δίδαγμα.
Πέρα από το αθλητικό στοιχείο, οι επιδείξεις του είχαν και διδακτικό χαρακτήρα, διότι περνούσε μηνύματα για την καταπολέμηση της μάστιγας των ναρκωτικών, προτρέποντας τα παιδιά να αθλούνται και να καλλιεργούν το ήθος τους μέσω του αθλητικού ιδεώδους. Επανειλημμένα ενώπιον νέων παιδιών, τόνιζε πάντα το «μακριά από τσιγάρα και βλαβερές ουσίες και προπαντός από τη μάστιγα του αιώνος, τα ναρκωτικά». Σε κάθε του πρόγραμμα και συνέντευξη δεν παρέλειπε να μιλήσει για την πίστη του, για την θρησκεία, την οικογένεια. Όπως έχει πει «η πίστη είναι το Α και το Ω».
Στα γυμναστήριά του διατηρούσε πλήθος αθλητών, από τους οποίους ο ίδιος θεωρείτο πρότυπο και παράδειγμα έμπνευσης για την ένταξή τους στον αθλητισμό.
Το 1996 που σταμάτησε την επαγγελματική πάλη, στράφηκε περισσότερο στα μυϊκά επιτεύγματα. Με μια συναρμολογούμενη αρένα γύρισε όλη την Ελλάδα τουλάχιστον 10 φορές, από το τελευταίο χωριό της Θράκης, το Ορμένιο μέχρι το άκρο της Κρήτης, το Ζάκρο.
Έχει συμμετάσχει σε πολλές ταινίες ελληνικής παραγωγής, αλλά και του εξωτερικού. Είχε παίξει με τον Σαρλ Αζναβούρ, Σουζάνα Γιόρκ, Κλαούντια Καρντινάλε όπως και με τους πρωταγωνιστές της σειράς Τόλμη και Γοητεία. Στις ελληνικές παραγωγές είχε συνεργαστεί με τον Θανάση Βέγγο, Αντώνη Παπαδόπουλο, Νίκο Παπαναστασίου, Γιώργο φούντα, Νίκο Ρίζο και πολλούς άλλους. Ταινίες στις οποίες είχε συμμετάσχει: Ο Θανάσης στην χώρα της Σφαλιάρας (1976), Παγίδα στην Ελλάδα(1982), Παπασούζας φαντομάς (1983), Τα καθάρματα (1984), Άλλες τον προτιμούν γουλί (1986), Η επιστροφή των καθαρμάτων (2003).
Είχε δώσει συνέντευξη σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές όπως «Τρεις στον αέρα» με τη Σεμίνα Διγενή, στα «Κυριακάτικα» με το Κωνσταντάρα και την Ακρίτα (εκεί τράβηξε 10 αυτοκίνητα με τα δόντια), στον Κώστα Βενετσάντο στην ΥΕΝΕΔ, στο «Πολύ την Κυριακή» με τον Αρναούτογλου, στον Μικρούτσικο «Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό», στη «Μηχανή του χρόνου» με τον Χρήστο Βασιλόπουλο, στην ΕΤ3 με τον Νίκο Ασλανίδη, στην εκπομπή «Σενάρια», στο «Βράδυ» με τον Πέτρο Κωστόπουλο, στην ΕΡΤ με τον Κώστα Χαρδαβέλα, στη Νατάσα Ράγιου, στη Στεφανίδου και πολλές ακόμα.
Γνωστές προσωπικότητες που γνώρισε στη ζωή του ήταν οι ηθοποιοί Ρότζερ Μουρ, Κλαούντια Καρντινάλε, πολιτικοί όπως ο Ιντί Αμίν Νταντά, ο Πρόεδρος Δημοκρατίας Αφρικής Κένεθ Καούντα, ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν, σεΐχηδες κ.α.
Με τον αείμνηστο Ολυμπιονίκη παλαιστή Θανάση Καμπαφλή δίδασκαν Ζίου Ζίτσου, Τζούντο και Καράτε στην χωροφυλακή, στο πολεμικό ναυτικό και στις ειδικές δυνάμεις.
Μάνατζερ του στους παλαιστικούς αγώνες ήταν ο αείμνηστος διεθνής παλαιστής Ανδρέας Λαμπάκης, τον οποίο παρουσίαζαν οι φυλλάδες τις εποχής σαν τον “σιδεροκέφαλο” σωσία του.
Ο Γιώργος Τρομάρας ήταν ο συνεχιστής των λαϊκών ηρώων Κουταλιανού και Σαμψών και ο τελευταίος λαϊκός ήρωας. Είχε εκφράσει το παράπονο του πάνω σε αυτό, λέγοντας «θέλω να δω έστω και δέκα νέους με κλίση πάνω στην πάλη και στις μυϊκές ικανότητες, ώστε να βρεθούν συνεχιστές», όπως επίσης ότι «εάν σταματήσω εγώ αυτό που κάνω, θα σβήσει εξ ολοκλήρου».
Παράλληλα είχε εκφράσει το παράπονο του σχετικά με την αδιαφορία που δείχνει η πολιτεία απέναντι στο συγκεκριμένο άθλημα, στην άθληση γενικά, αλλά και στον ίδιο. Παρόλο που η πολιτεία δεν του παρείχε ούτε ιατρική περίθαλψη, δε σταμάτησε να κάνει αυτό που είχε τόσο πολύ αγαπήσει και που έκανε τον κόσμο να αγαπήσει τον ίδιο.